- Σμινθίου
- Σμίνθιοςthe Sminthianmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορυβάντειος — κορυβάντειος, εία, ον, ουδ. και κορυβαντεῑον (Α) [Κορύβας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Κορυβαντεῑον ο ναός τών Κορυβάντων («τό τε Κορυβαντεῑον τὸ ἐν τῇ Ἁμαξιτίᾳ τῆς νῡν Ἀλεξανδρέων χώρας ἐγγὺς… … Dictionary of Greek